- περιβλεπτότης
- περι-βλεπτότης, ητος, ἡ,A celebrity, as a title, BGU547.3 (Byz.), Gloss.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
περιβλεπτότης — τητος, ἡ, ΜΑ [περίβλεπτος] 1. η ιδιότητα τού περίβλεπτου, το να είναι κανείς ή κάτι περιφανής/ές 2. (στο Βυζάντιο) (ως τιμητικός τίτλος) εξοχότητα … Dictionary of Greek